-
1 ακόρεστος
-
2 ἀκόρεστος
-
3 ακορεστος
21) ненасытный, неутомимый(τινος Aesch., Plut.)
2) беспрестанный, нескончаемый(ἀτηρὰ τύχη Aesch.; οἰμωγά Soph.; νείκη Eur.)
3) никогда не насыщающий -
4 ἀκόρεστος
ἀκόρεστος, ον (κόρος ‘satiety’, s. DELG s.v. κορε-; Aeschyl. et al.—in Hom. ἀκόρητος; PCairMasp 89 III, 6; Mel) insatiable fig. (X., Symp. 8, 15 φιλία; Philo, Somn. 1, 50 ἵμερος, Ebr. 4; Mel., P. 20, 143 θάνατος; 50, 361 ἡδοναί) πόθος desire (to do good) 1 Cl 2:2. -
5 ακόρεστος
-
6 ακόρεστος
[акорэсгос] επ ненасытный, жадный, алчный. -
7 ἀκόρεστος
A = ἀκόρητος, insatiate,αὐάτα Lyr.Adesp. 123
, Trag. in lyr. passages, A.Ag. 1002, E.Heracl. 927: c. gen.,αἰχμᾶς ἀ. A.Pers. 998
, cf. Eus.Mynd.1. Adv.-τως, ὀπυίεσθαι AP10.56
(Pall.), cf. Eun.VSp.456B.;ἀ. ὕδατος ἔχειν Gp.15.9.2
, cf. Them.Or. 24.304d.2 of things, unceasing, ; ; : [comp] Sup., .II [voice] Act., not causing surfeit, Id.Ag. 1331;φιλία X.Smp.8.15
([comp] Comp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκόρεστος
-
8 ἀκόρεστος
ἀ-κόρεστος, ἀ-κόρετος, ungesättigt, unersättlich; im Speerkampf; unerschöpflich; nicht sättigend, man wird dessen nicht überdrüssig -
9 ακόρεστος
doymaz, doymak bilmez -
10 ακόρεστος
voraciousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακόρεστος
-
11 ακορεστότερον
ἀκόρεστοςinsatiate: adverbial comp (attic)ἀκόρεστοςinsatiate: masc acc comp sg (attic)ἀκόρεστοςinsatiate: neut nom /voc /acc comp sg (attic) -
12 ἀκορεστότερον
ἀκόρεστοςinsatiate: adverbial comp (attic)ἀκόρεστοςinsatiate: masc acc comp sg (attic)ἀκόρεστοςinsatiate: neut nom /voc /acc comp sg (attic) -
13 ακορέστερον
ἀκόρεστοςinsatiate: adverbial compἀκόρεστοςinsatiate: masc acc comp sgἀκόρεστοςinsatiate: neut nom /voc /acc comp sgἀκορήςadverbial compἀκορήςmasc acc comp sgἀκορήςneut nom /voc /acc comp sg -
14 ἀκορέστερον
ἀκόρεστοςinsatiate: adverbial compἀκόρεστοςinsatiate: masc acc comp sgἀκόρεστοςinsatiate: neut nom /voc /acc comp sgἀκορήςadverbial compἀκορήςmasc acc comp sgἀκορήςneut nom /voc /acc comp sg -
15 ακορετος
-
16 ακορείς
ἀκόρεστοςinsatiate: masc /fem acc plἀκόρεστοςinsatiate: masc /fem nom /voc pl (attic epic)ἀκορήςmasc /fem acc plἀκορήςmasc /fem nom /voc pl (attic epic) -
17 ἀκορεῖς
ἀκόρεστοςinsatiate: masc /fem acc plἀκόρεστοςinsatiate: masc /fem nom /voc pl (attic epic)ἀκορήςmasc /fem acc plἀκορήςmasc /fem nom /voc pl (attic epic) -
18 ακορεστοτέρα
ἀκορεστοτέρᾱ, ἀκόρεστοςinsatiate: fem nom /voc /acc comp dual (attic)ἀκορεστοτέρᾱ, ἀκόρεστοςinsatiate: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
19 ἀκορεστοτέρα
ἀκορεστοτέρᾱ, ἀκόρεστοςinsatiate: fem nom /voc /acc comp dual (attic)ἀκορεστοτέρᾱ, ἀκόρεστοςinsatiate: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
20 ακορέστως
ἀκόρεστοςinsatiate: adverbial (attic)ἀκόρεστοςinsatiate: masc /fem acc pl (attic doric)
См. также в других словарях:
ἀκόρεστος — insatiate masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόρεστος — Ο αχόρταγος, ο άπληστος, (αρχ.) αυτός που δεν προκαλεί κορεσμό, ο ακατάπαυστος. α. ατμός (Φυσ.). Ατμός που σε ορισμένη θερμοκρασία δεν περιέχει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα της ουσίας στην αέρια φάση. Ο ατμός αυτός υπακούει, κατά προσέγγιση, στους… … Dictionary of Greek
ακόρεστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε χορταίνει, αχόρταγος: Εκείνη την ημέρα είχε μια ακόρεστη πείνα. 2. άπληστος: Πάντα τον χαρακτήριζε ακόρεστη φιλοχρηματία. 3. (χημ.), «ακόρεστες ενώσεις», οργανικές ενώσεις με διπλούς ή τριπλούς δεσμούς μεταξύ των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκορεστότερον — ἀκόρεστος insatiate adverbial comp (attic) ἀκόρεστος insatiate masc acc comp sg (attic) ἀκόρεστος insatiate neut nom/voc/acc comp sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκορέστερον — ἀκόρεστος insatiate adverbial comp ἀκόρεστος insatiate masc acc comp sg ἀκόρεστος insatiate neut nom/voc/acc comp sg ἀκορής adverbial comp ἀκορής masc acc comp sg ἀκορής neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυλένιο — Ακόρεστος υδρογονάνθρακας, του τύπου C5H1O που ανήκει στη σειρά των αλκενίων. Παρασκευάζεται με αφυδάτωση της αμυλικής αλκοόλης με θειικό οξύ ή με χλωριούχο ψευδάργυρο. Είναι σώμα υγρό, αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στον αιθέρα και στην αλκοόλη,… … Dictionary of Greek
ἀκορεῖς — ἀκόρεστος insatiate masc/fem acc pl ἀκόρεστος insatiate masc/fem nom/voc pl (attic epic) ἀκορής masc/fem acc pl ἀκορής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκορέστως — ἀκόρεστος insatiate adverbial (attic) ἀκόρεστος insatiate masc/fem acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόρεστον — ἀκόρεστος insatiate masc/fem acc sg (attic) ἀκόρεστος insatiate neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακετυλένιο — Ακόρεστος υδρογονάνθρακας με εμπειρικό τύπο C2H2, το πρώτο και σπουδαιότερο μέλος της σειράς των υδρογονανθράκων με έναν τριπλό δεσμό (αλκίνια) ή ακετυλενικών υδρογονανθράκων. Λέγεται και αιθίνιο. Βλ. λ. ασετιλίνη. * * * το ή ασετυλίνη, η Χημ.… … Dictionary of Greek
αιθυλένιο — Ακόρεστος αλειφατικός υδρογονάνθρακας (C2Hsub4), πρώτο μέλος της σειράς των ολεφινών (βλ. λ.). Βρίσκεται ως συστατικό των φυσικών αερίων και μεταξύ των προϊόντων της πυρόλυσης του πετρελαίου. Μπορεί να παραχθεί και συνθετικά από την αιθυλική… … Dictionary of Greek