-
1 ακοντως
adv. против воли, неохотно Xen., Plut.
См. также в других словарях:
ακόντως — ἀκόντως επίρρ. (Α) [ἄκων ΙΙ] χωρίς τη θέληση κάποιου, ακούσια … Dictionary of Greek
ἀκόντως — ἀέκων involuntary indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκων — (I) ἄκων ( οντος), ο (Α) είδος ακοντίου, μικρότερο και ελαφρότερο από το δόρυ, που χρησιμεύει κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα και στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *ak «οξύς, αιχμηρός» επαυξημένη με ν πρβλ. και τις λ. ἄκαινα, ἄκαινος, ἄκανθα, ἀκόνη,… … Dictionary of Greek