-
1 ακήσω
ἀ̱κήσω, ἀκέωaor ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀκέωaor subj act 1st sgἀκέωfut ind act 1st sgἀ̱κήσω, ἀκέωfutperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀκέωaor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἀκήσω
ἀ̱κήσω, ἀκέωaor ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀκέωaor subj act 1st sgἀκέωfut ind act 1st sgἀ̱κήσω, ἀκέωfutperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀκέωaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
ἀκήσω — ἀ̱κήσω , ἀκέω aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀκέω aor subj act 1st sg ἀκέω fut ind act 1st sg ἀ̱κήσω , ἀκέω futperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀκέω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… … Dictionary of Greek
υγειά — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… … Dictionary of Greek