-
1 ακηρυκτος
21) не возвещенный глашатаем, т.е. начатый без предварительного объявления(πόλεμος Her. - ср. 2)
2) не допускающий парламентеров, т.е. непримиримый(πόλεμος Xen., Plat., Dem., Plut.; ἔχθρα Plut.)
3) не объявленный глашатаем (в качестве победителя), т.е. не стяжавший славы, безвестный(σῶμα Eur., ἀστεφἀνωτος καὴ ἀ. Aeschin.)
4) не дающий о себе знать, без вести пропавшийδέκα μῆνας ἀ. μένει Soph. — десять месяцев он отсутствует, и нет о нем вестей
-
2 ακήρυκτος
ος, ον, ακήρυχτος, η, ο необъявленный;ακήρυκτος πόλεμος — война, начатая без объявления
-
3 ακήρυκτος
[акириктос] ас. (о войне) необъявленный. -
4 ακυρωτος
-
5 πόλεμος
ο1) война;εμφύλιος πόλεμος — гражданская война;
εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος — национально-освободительная война;
πατριωτικός πόλεμος — отечественная война;
αποικιακός πόλεμ — колониальная война;
παγκόσμιος πόλεμος — мировая война;
(θερμο)πυρηνικός πόλεμος ( — термо)ядерная война;
ψυχρός πόλεμ — холодная война;
ακήρυκτος πόλεμος — необъявленная война;
εμπρηστής πολέμου поджигатель войны;κηρύχνω τον πόλεμο — объявить войну;
αρχίζω ( — или εξαπολύω) πόλεμο — развязать войну;
σε κατάστηση
См. также в других словарях:
ἀκήρυκτος — unannounced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακήρυκτος — και χτος, η, ο (Α ἀκήρυκτος, ον) αυτός που δεν προαναγγέλθηκε με κήρυκα, που έγινε χωρίς προειδοποίηση, ο ξαφνικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αναγορευτεί νικητής από κήρυκες, ο άδοξος 2. αυτός, για τον οποίο δεν έφερε ο κήρυκας αγγελία, άγνωστος… … Dictionary of Greek
ἀκηρύκτως — ἀκήρυκτος unannounced adverbial ἀκήρυκτος unannounced masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκήρυκτον — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem acc sg ἀκήρυκτος unannounced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρύκτοιο — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρύκτοις — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρύκτου — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρύκτους — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρύκτων — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρύκτῳ — ἀκήρυκτος unannounced masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκήρυκτα — ἀκήρυκτος unannounced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)