-
1 ακερκιστος
См. также в других словарях:
ακέρκιστος — ἀκέρκιστος, ον (Μ) [κερκίζω] αυτός που δεν έχει υφανθεί … Dictionary of Greek
ἀκέρκιστον — ἀκέρκιστος unwoven masc/fem acc sg ἀκέρκιστος unwoven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)