Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀκέρατος

См. также в других словарях:

  • ακέρατος — ακέρατος, η, ο και άκερος, η, ο (για ζώα), αυτός που δεν έχει κέρατα· (για έντομα), αυτός που δεν έχει κεραίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκέρατος — without horns masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέρατος — η, ο (Α ἀκέρατος, ον) [κέρας] 1. αυτός που δεν έχει κέρατα (για ζώα) ή δεν έχει κεραίες (για έντομα) …   Dictionary of Greek

  • ἀκεράτοις — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεράτου — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεράτους — ἀκέρατος without horns masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεράτων — ἀκέρατος without horns masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκέρατα — ἀκέρατος without horns neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκέρατοι — ἀκέρατος without horns masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»