-
1 ἀκύλιστος
ἀκύλιστος, ον,II of Protagoras, οὐκ ἀ. not without volubility or versatility, Id.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκύλιστος
-
2 ακύλιστον
ἀκύλιστοςnot to be rolled about: masc /fem acc sgἀκύλιστοςnot to be rolled about: neut nom /voc /acc sg -
3 ἀκύλιστον
ἀκύλιστοςnot to be rolled about: masc /fem acc sgἀκύλιστοςnot to be rolled about: neut nom /voc /acc sg -
4 ακυλίστω
-
5 ἀκυλίστῳ
-
6 ακυλίστωι
-
7 ἀκυλίστωι
См. также в других словарях:
ακύλιστος — και ακύλητος και ακύλιγος, η, ο (Α ἀκύλητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά νεοελλ. αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται κάπου αρχ. φρ. «ἀκύλιστος κραδίη», ψυχρή, ατρόμητη καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κυλιστός… … Dictionary of Greek
ακύλιστος — η, ο αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν μπορεί να κυλιστεί: Η πέτρα που έφραζε την πόρτα της σπηλιάς ήταν ακύλιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκύλιστον — ἀκύλιστος not to be rolled about masc/fem acc sg ἀκύλιστος not to be rolled about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυλίστῳ — ἀκύλιστος not to be rolled about masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυλίστωι — ἀκυλίστῳ , ἀκύλιστος not to be rolled about masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)