-
1 ακυθηρος
-
2 ἀκύθηρος
A like ἀναφρόδιτος, without charms, Cic.Fam. 7.32.2;τὸ ἀ Eun.VSp.457.14B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκύθηρος
-
3 ακύθηρον
-
4 ἀκύθηρον
См. также в других словарях:
ακύθηρος — ἀκύθηρος, ον (Α) ο αναφρόδιτος, αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + Κυθήρη, άλλη ονομασία τής Αφροδίτης] … Dictionary of Greek
ἀκύθηρον — ἀκύθηρος without charms masc/fem acc sg ἀκύθηρος without charms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)