Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀκόντως

См. также в других словарях:

  • ακόντως — ἀκόντως επίρρ. (Α) [ἄκων ΙΙ] χωρίς τη θέληση κάποιου, ακούσια …   Dictionary of Greek

  • ἀκόντως — ἀέκων involuntary indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκων — (I) ἄκων ( οντος), ο (Α) είδος ακοντίου, μικρότερο και ελαφρότερο από το δόρυ, που χρησιμεύει κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα και στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *ak «οξύς, αιχμηρός» επαυξημένη με ν πρβλ. και τις λ. ἄκαινα, ἄκαινος, ἄκανθα, ἀκόνη,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»