-
1 ἀκόμμωτος
ἀκόμμωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκόμμωτος
-
2 ἀκόμμωτος
-
3 ακομμώτου
-
4 ἀκομμώτου
См. также в других словарях:
ακόμμωτος — η, ο αυτός που δεν περιποιείται τα μαλλιά του: Oρισμένοι προτιμούν να είναι ακόμμωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκομμώτου — ἀκόμμωτος unpainted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)