-
1 ακυρολογία
ἀκυρολογίᾱ, ἀκυρολογίαincorrect phraseology: fem nom /voc /acc dualἀκυρολογίᾱ, ἀκυρολογίαincorrect phraseology: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀκυρολογία
ἀκυρολογίᾱ, ἀκυρολογίαincorrect phraseology: fem nom /voc /acc dualἀκυρολογίᾱ, ἀκυρολογίαincorrect phraseology: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἀκυρολογία
ἀκυρο-λογία, ἡ,A incorrect phraseology, D.H.Lys.4 (nisileg. ἀκαιρο-, q.v.). [full] ἄκυρον, τό, = ἄλισμα, Ps.-Dsc.3.152.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκυρολογία
-
4 ακυρολογίας
ἀκυρολογίᾱς, ἀκυρολογίαincorrect phraseology: fem acc plἀκυρολογίᾱς, ἀκυρολογίαincorrect phraseology: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ἀκυρολογίας
ἀκυρολογίᾱς, ἀκυρολογίαincorrect phraseology: fem acc plἀκυρολογίᾱς, ἀκυρολογίαincorrect phraseology: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ακυρολογίαν
-
7 ἀκυρολογίαν
-
8 acyrologia
acyrologia, ae, f. (ἀκυρολογία), das uneigentliche Reden, der uneigentliche Ausdruck (rein lat. improprium od. impropria dictio), Gramm.
-
9 ăcyrŏlŏgĭa
ăcyrŏlŏgĭa, ae, f. impropriété d'expression. --- Charis. 1, 270, 23. - [gr]gr. ἄκυρολογία. -
10 ακυρολογίαις
-
11 ἀκυρολογίαις
-
12 acyrologia
acyrologia, ae, f. (ἀκυρολογία), das uneigentliche Reden, der uneigentliche Ausdruck (rein lat. improprium od. impropria dictio), Gramm.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > acyrologia
-
13 ἀκυρολεξία
ἀκυρο-λεξία, ἡ,A = ἀκυρολογία, Suid. s.v. αὐθέντης, Eust. 1770.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκυρολεξία
См. также в других словарях:
ἀκυρολογία — ἀκυρολογίᾱ , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem nom/voc/acc dual ἀκυρολογίᾱ , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακυρολογία — Η χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που δεν συμβιβάζονται με το περιεχόμενο της σκέψης που πρόκειται να διατυπωθεί, π.χ. ο βρυχηθμός των θηρίων (αντί των λιονταριών). Α., επίσης, είναι η χρησιμοποίηση λέξεων που δεν ταιριάζουν με αυτά που συνήθως… … Dictionary of Greek
ἀκυρολογίας — ἀκυρολογίᾱς , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem acc pl ἀκυρολογίᾱς , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυρολογίαν — ἀκυρολογίᾱν , ἀκυρολογία incorrect phraseology fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυρολογίαις — ἀκυρολογία incorrect phraseology fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακυρολογικός — ή, ό [ακυρολογία] αυτός που αναφέρεται στην ακυρολογία … Dictionary of Greek
TOREUMA — apud Martialem, l. 4. Epigr. 39. v. 4. Solus Phidiaci toreuma caeli, Solus Mentoreos habes labores: Latinis vox usitata, de vasculo argenteo caelato, proprie sumitur. Est enim τορἐυειν caelare: quod male quidam confundunt cum τορνἐυειν, tornare… … Hofmann J. Lexicon universale
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ακυρολεξία — η (Μ ἀκυρολεξία) [*ἀκυρολεκτῶ] η ακυρολογία … Dictionary of Greek
ακυρολεξία — η (λάθος το ακυριολεξία), και ακυρολογία, η η χρήση λέξης ή φράσης ακατάλληλης, δηλ. με σημασία διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει: Η ακυρολεξία δείχνει εκφραστική αδυναμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)