1 ἄκτυπος
ἀκτυπί Adam.2.41
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκτυπος
ακτυπί — ἀκτυπί επίρρ. (AM) [ἄκτυπος] χωρίς χτύπο, αθόρυβα … Dictionary of Greek