-
1 Ακταίος
-
2 Ἀκταῖος
-
3 ακταίος
-
4 ἀκταῖος
-
5 ἀκταῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκταῖος
-
6 Ακταίω
Ἄκταιοςmasc nom /voc /acc dualἌκταιοςmasc gen sg (doric aeolic)Ἀκταῖοςmasc nom /voc /acc dualἈκταῖοςmasc gen sg (doric aeolic)——————Ἄκταιοςmasc dat sgἈκταῖοςmasc dat sg -
7 ακταίω
ἀκταί̱ω, ἀκταῖοςon the shore: masc /neut nom /voc /acc dualἀκταί̱ω, ἀκταῖοςon the shore: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ἀκταί̱ῳ, ἀκταῖοςon the shore: masc /neut dat sg -
8 Ακταίοιο
-
9 Ἀκταίοιο
-
10 Ακταίοις
-
11 Ἀκταίοις
-
12 Ακταίοισι
-
13 Ἀκταίοισι
-
14 Ακταίοισιν
-
15 Ἀκταίοισιν
-
16 Ακταίου
-
17 Ἀκταίου
-
18 Ακταίους
-
19 Ἀκταίους
-
20 Ακταίων
См. также в других словарях:
Ἀκταῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκταῖος — on the shore masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακταίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με τον Φερεκύδη, ήταν πατέρας του Τελαμώνα και φίλος του Πηλέα. 2. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αττικής. Η κόρη του Άγραυλος παντρεύτηκε τον Κέκροπα, τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο… … Dictionary of Greek
Ἀκταίω — Ἄκταιος masc nom/voc/acc dual Ἄκταιος masc gen sg (doric aeolic) Ἀκταῖος masc nom/voc/acc dual Ἀκταῖος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκταῖον — ἀκταῖος on the shore masc acc sg ἀκταῖος on the shore neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκταίοιο — Ἄκταιος masc gen sg (epic) Ἀκταῖος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκταίοις — Ἄκταιος masc dat pl Ἀκταῖος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκταίοισι — Ἄκταιος masc dat pl (epic ionic aeolic) Ἀκταῖος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκταίοισιν — Ἄκταιος masc dat pl (epic ionic aeolic) Ἀκταῖος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκταίου — Ἄκταιος masc gen sg Ἀκταῖος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκταίους — Ἄκταιος masc acc pl Ἀκταῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)