Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκρ-ώνυχος

См. также в других словарях:

  • πλατυώνυχος — ον, ΜΑ (για πρόσ. και για ζώα) αυτός που έχει πλατιά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ώνυχος (< ὄνυξ, υχος), πρβλ. ακρ ώνυχος, με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ακρώνυχος — ἀκρώνυχος, ον (Α) 1. αυτός που έχει στα άκρα νύχια, χηλές, οπλές κ.λπ. 2. φρ. «ἴχνος ἀκρώνυχον» τα ίχνη, τα σημάδια αυτού που βαδίζει με τις άκρες τών ποδιών του 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀκρώνυχα τα άκρα τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) +… …   Dictionary of Greek

  • παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η …   Dictionary of Greek

  • ριζωνυχία — ή, Α η ρίζα τού νυχιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ωνυχία (< ώνυχος < ὄνυξ, υχος), πρβλ. ακρ ωνυχία. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»