Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκρό-λῐθος

См. также в других словарях:

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ακρογωνιαίος — α, ο (Α ἀκρογωνιαῑος, α, ον, Μ και ἀκρόγωνος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στη γωνία, στο σημείο όπου συναντώνται δύο πλευρές 2. φρ. «ακρογωνιαίος λίθος» α) (για οικοδομήματα) ο βασικός, ο θεμέλιος λίθος εξωτερικής γωνίας κτηρίου β) στήριγμα, βάση …   Dictionary of Greek

  • ακρόλιθος — ο (Α ἀκρόλιθος, ον) (κυρίως για αγάλματα) αυτός που τα άκρα του είναι κατασκευασμένα από πέτρα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ακρόλιθος ο ακρογωνιαίος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + λίθος] …   Dictionary of Greek

  • μαγνησία — I Περιοχή της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα. Βλ. λ. Μαγνησίας, νομός (Ιστορία· Αρχαιολογία μνημεία). II Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων της Μικράς Ασίας. 1. Μαγνησία η επί Μαιάνδρω. Πόλη της Καρίας, κοντά στον ποταμό Μαίανδρο. Ιδρύθηκε, σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • υδατίδα — η / ὑδατίς, ίδος, ΝΜΑ φυσαλίδα γεμάτη νερό νεοελλ. 1. ανατ. καθένα από τα δύο εμβρυϊκά υπολείμματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται στο πρόσθιο άκρο τού όρχεως και το άλλο στο πρόσθιο άκρο τής κεφαλής τής επιδιδυμίδας 2. φρ. α) «υδατίδα τού… …   Dictionary of Greek

  • ακρόδωμα — το 1. ο ακρόδοχας* 2. στον πληθ. τα ακροδώματα μεγάλοι λίθοι που τοποθετούνται στις πλάκες τού γείσου ενός οικοδομήματος, για να τίς συγκρατούν και να τίς εμποδίζουν να πέφτουν 3. ογκώδης λίθος που χρησιμεύει για την επιστέγαση τοίχου ή περιβόλου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»