-
1 ακρόπλοος
-
2 ἀκρόπλοος
-
3 ακροπλοος
-
4 ἀκρόπλοος
A swimming at the top, skimming the surface,φλέβια Hp.Morb.1.14
, cf. Plu.2.591e; buoyant,ὑστέρη Aret.SA2.11
; restored for ἀκρόπαθος in Hp.Prorrh.2.11:— superficial, Id.Ep.18 (Democr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόπλοος
-
5 ἀκρόπλοος
ἀκρό-πλοος, obenauf schwimmend, oberflächlich -
6 ακρόπλοα
-
7 ἀκρόπλοα
-
8 ακρόπλοοι
-
9 ἀκρόπλοοι
-
10 ἀκρόπαθος
ἀκρό-παθος, ον,A f.l. for ἀκρόπλοος, q.v.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόπαθος
См. также в других словарях:
ἀκρόπλοος — swimming at the top masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόπλοα — ἀκρόπλοος swimming at the top neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόπλοοι — ἀκρόπλοος swimming at the top masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόπλους — ἀκρόπλους, ουν (ασυναίρ. πλοος, πλοον) (Α) 1. αυτός που πλέει στην επιφάνεια, που περνώντας μόλις αγγίζει την επιφάνεια τού νερού 2. επιφανειακός, επιπόλαιος «νόος ἀκρόπλοος καὶ ἀβέβαιος» (Ιπποκρ. Επιστ. 18). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πλοῡς] … Dictionary of Greek