Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκρόμαλλος

См. также в других словарях:

  • ακρόμαλλος — ἀκρόμαλλος, ον (Α) αυτός που έχει πολύ μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + μαλλος < μαλλός «τρίχωμα, μαλλί»] …   Dictionary of Greek

  • ἀκρόμαλλος — very wooly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»