-
1 ακρόμαλλος
-
2 ἀκρόμαλλος
-
3 ἀκρόμαλλος
ἀκρόμαλλος, ἐρέα, bei Strab., wahrscheinlich μακρόμαλλος zu lesen, IV, 4 p. 196.
-
4 ἀκρόμαλλος
ἀκρό-μαλλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόμαλλος
-
5 μακρό-μαλλος
μακρό-μαλλος, langwollig, mit langer Wolle, Strab. IV, 4, 3, em. für ἀκρόμαλλος.
См. также в других словарях:
ακρόμαλλος — ἀκρόμαλλος, ον (Α) αυτός που έχει πολύ μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + μαλλος < μαλλός «τρίχωμα, μαλλί»] … Dictionary of Greek
ἀκρόμαλλος — very wooly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek