-
101 ἀκρωτηριασθέντας
-
102 ακρωτηριασθέντες
-
103 ἀκρωτηριασθέντες
-
104 ακρωτηριασθέντος
-
105 ἀκρωτηριασθέντος
-
106 ακρωτηριασθέντων
-
107 ἀκρωτηριασθέντων
-
108 ακρωτηριασθήσεται
-
109 ἀκρωτηριασθήσεται
-
110 ακρωτηριασθήση
-
111 ἀκρωτηριασθήσῃ
-
112 ακρωτηριασμένοις
ἀ̱κρωτηριασμένοις, ἀκρωτηριάζωcut off: perf part mp masc /neut dat pl (doric aeolic) -
113 ἀκρωτηριασμένοις
ἀ̱κρωτηριασμένοις, ἀκρωτηριάζωcut off: perf part mp masc /neut dat pl (doric aeolic) -
114 ακρωτηριασάμενος
-
115 ἀκρωτηριασάμενος
-
116 ακρωτηριασάτωσαν
-
117 ἀκρωτηριασάτωσαν
-
118 ακρωτηριάζειν
-
119 ἀκρωτηριάζειν
-
120 ακρωτηριάζεσθαι
См. также в других словарях:
ἀκρωτηριάζω — cut off pres subj act 1st sg ἀκρωτηριάζω cut off pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρωτηριάζω — ακρωτηριάζω, ακρωτηρίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ακρωτηριάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. κόβω από κάτι τα άκρα: Βρέθηκαν αγάλματα ακρωτηριασμένα. 2. περικόβω, κολοβώνω: Η Γερμανία βγήκε ακρωτηριασμένη από το β παγκόσμιο πόλεμο. 3. (ιατρ.), κόβω ένα μέλος του σώματος που δεν μπορεί να θεραπευτεί: Του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρωτηριάσει — ἀκρωτηριάζω cut off aor subj act 3rd sg (epic) ἀκρωτηριάζω cut off fut ind mid 2nd sg ἀκρωτηριάζω cut off fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριάσῃ — ἀκρωτηριάζω cut off aor subj mid 2nd sg ἀκρωτηριάζω cut off aor subj act 3rd sg ἀκρωτηριάζω cut off fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριῶν — ἀκρωτηριάζω cut off fut part act masc voc sg ἀκρωτηριάζω cut off fut part act neut nom/voc/acc sg ἀκρωτηριάζω cut off fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠκρωτηριασμένα — ἀκρωτηριάζω cut off perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠκρωτηριασμένᾱ , ἀκρωτηριάζω cut off perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠκρωτηριασμένᾱ , ἀκρωτηριάζω cut off perf part mp fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριαζομένων — ἀκρωτηριάζω cut off pres part mp fem gen pl ἀκρωτηριάζω cut off pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριαζόντων — ἀκρωτηριάζω cut off pres part act masc/neut gen pl ἀκρωτηριάζω cut off pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριασθέντα — ἀκρωτηριάζω cut off aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀκρωτηριάζω cut off aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)