-
1 amputovat
ακρωτηριάζω -
2 odejmout
ακρωτηριάζω -
3 amputować
ακρωτηριάζω -
4 odciąć
ακρωτηριάζω -
5 ампутация
мед. о ακρωτηριασμός, η αποκοπή-ировать ακρωτηριάζω, αποκόπτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ампутация
-
6 отнять
1. мат. αφαιρώ 2. (взять силой, отобрать) αφαιρώπαίρνω (με τη βία) 3 мед. ακρωτηριάζωκόβω/αποκόπτω (το άκρο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отнять
-
7 ампутировать
ампут||и́роватьсов и несов ἀκρωτηριάζω, ἀποκόπτω. -
8 искалечивать
искалечиватьнесов, искалечить сов σακατεύω, ἀκρωτηριάζω. -
9 калечить
калечитьнесов1. σακατεύω, ἀκρωτηριάζω, καθιστώ ἀνάπηρο[ν]·2. перен (характер и т. п.) παραμορφώνω. -
10 коверкать
коверкатьнесов ἀκρωτηριάζω, χαλῶ (портить)! διαστρεβλώνω, παραμορφώνω, στραβώνω (искажать):\коверкать чужу́ю мысль διαστρεβλώνω τήν σκέψη ἀλλου. -
11 увечить
увеч||итьнесов σακατεύω, ἀκρωτηριάζω. -
12 amputate
['æmpjuteit](of a surgeon etc) to cut off (an arm or leg etc): They are going to have to amputate (his left leg). κόβω, ακρωτηριάζω -
13 maim
[meim](to injure badly, especially with permanent effects: The hunter was maimed for life.) ακρωτηριάζω,σακατεύω -
14 ампутировать
[*][αμπουτίραβατ") ρ. ακρωτηριάζω -
15 ампутировать
[αμπουτίραβατ" ρ ακρωτηριάζω -
16 ампутировать
-
17 искромсать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искромсанный, βρ: -сан, -а, -оκατακόβω, κατακομματιάζω, κόβω τσαπατσούλικα. || περικόβω, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω. -
18 обкорнать
ρ.σ.μ. (απλ.)1. βλ. окорнать.2. μτφ. ακρωτηριάζω, περικόπτω, κολοβώνω. -
19 отнять
-ниму, -нимешь κ. (παλ. κ. απλ.) отныму, отнимешь (κλίση από το ρ. отьять) ; παρλθ. χρ. отнял-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнят, -а, -оρ.σ.μ.1. αφαιρώ, αποσπώ αρπάζω. || ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι υπεξαιρώ.2. παίρνω, τραβώ, αν.αμερίζω.3. (ιατρ,)- ακρωτηριάζω, αποκόπτω•отнять руку κόβω το χέρι.
4. μτφ. στερώ•двадцать лет жизни он отнял у меня αυτός μου έφαγε (έκοψε) είκοσι χρόνια ζωή•
эта работа у меня -ла много времени αυτή η δουλειά μού φάγε πολύ χρόνο.
5. (μαθ.) αφαιρώ•αφαιρέσομε πέντε.εκφρ.отнять от груди – αποθηλάζω•нельзя отнять – δεν πρέπει να αρνηθείς ή να μή παραδεχτείς (κάτι που ενυπάρχει).παραλύω, παθαίνω παράλυση•у бабушки -лись ноги η γιαγιά έπαθε παράλυση των ποδιών.
|| μουδιάζω ακινητώ. -
20 увечить
ρ.δ.μ. σακατεύω, μισερεύω, αναπη-ρώ, κάνω ανάπηρο• ακρωτηριάζω•увечить руку κου-λαίνατ•
увечить ногу κουτσαίνω, χωλαίνω•
увечить себе палец κόβω το δάχτυλο μου.
σακατεύομαι, γίνομαι ανάπηρος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκρωτηριάζω — cut off pres subj act 1st sg ἀκρωτηριάζω cut off pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρωτηριάζω — ακρωτηριάζω, ακρωτηρίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ακρωτηριάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. κόβω από κάτι τα άκρα: Βρέθηκαν αγάλματα ακρωτηριασμένα. 2. περικόβω, κολοβώνω: Η Γερμανία βγήκε ακρωτηριασμένη από το β παγκόσμιο πόλεμο. 3. (ιατρ.), κόβω ένα μέλος του σώματος που δεν μπορεί να θεραπευτεί: Του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρωτηριάσει — ἀκρωτηριάζω cut off aor subj act 3rd sg (epic) ἀκρωτηριάζω cut off fut ind mid 2nd sg ἀκρωτηριάζω cut off fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριάσῃ — ἀκρωτηριάζω cut off aor subj mid 2nd sg ἀκρωτηριάζω cut off aor subj act 3rd sg ἀκρωτηριάζω cut off fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριῶν — ἀκρωτηριάζω cut off fut part act masc voc sg ἀκρωτηριάζω cut off fut part act neut nom/voc/acc sg ἀκρωτηριάζω cut off fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠκρωτηριασμένα — ἀκρωτηριάζω cut off perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠκρωτηριασμένᾱ , ἀκρωτηριάζω cut off perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠκρωτηριασμένᾱ , ἀκρωτηριάζω cut off perf part mp fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριαζομένων — ἀκρωτηριάζω cut off pres part mp fem gen pl ἀκρωτηριάζω cut off pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριαζόντων — ἀκρωτηριάζω cut off pres part act masc/neut gen pl ἀκρωτηριάζω cut off pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριασθέντα — ἀκρωτηριάζω cut off aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀκρωτηριάζω cut off aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)