Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκρωρεῖται

См. также в других словарях:

  • ακρωρείται — ἀκρωρεῑται οι (Α) [ἀκρώρεια] αυτοί που κατοικούν στις ακρώρειες …   Dictionary of Greek

  • ἀκρωρεῖται — inhabitants of mountain ridges masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρώρεια — Αρχαία ονομασία του υψιπέδου της Φολόης στην Ηλεία. Σήμερα ονομάζεται Κάπελη. * * * η (Α ἀκρώρεια) άκρη, κορυφή ή πλαγιά βουνού (AM) το άκρον άωτον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὄρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρωρεῖται] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»