-
1 ακρωρείται
-
2 ἀκρωρεῖται
-
3 ἀκρωρεῖται
ἀκρωρ-εῖται, οἱ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρωρεῖται
См. также в других словарях:
ακρωρείται — ἀκρωρεῑται οι (Α) [ἀκρώρεια] αυτοί που κατοικούν στις ακρώρειες … Dictionary of Greek
ἀκρωρεῖται — inhabitants of mountain ridges masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρώρεια — Αρχαία ονομασία του υψιπέδου της Φολόης στην Ηλεία. Σήμερα ονομάζεται Κάπελη. * * * η (Α ἀκρώρεια) άκρη, κορυφή ή πλαγιά βουνού (AM) το άκρον άωτον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὄρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρωρεῖται] … Dictionary of Greek