-
1 ακροστηθιον
См. также в других словарях:
ακροστήθιον — ἀκροστήθιον, το (Α) το κατώτατο σημείο, η άκρη τού στήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + στηθίον, υποκορ. < στῆθος] … Dictionary of Greek
1 ακροστηθιον
ακροστήθιον — ἀκροστήθιον, το (Α) το κατώτατο σημείο, η άκρη τού στήθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + στηθίον, υποκορ. < στῆθος] … Dictionary of Greek