-
1 ἀκρο-παγής
ἀκρο-παγής, ές, oben befestigt, Nonn.
-
2 ἀκροπαγής
См. также в других словарях:
ημιπαγής — ἡμιπαγής, ές (Α) ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυ νεοελλ. ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος τού προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματα αρχ. 1. (μτφ. για τη μάθηση)… … Dictionary of Greek
ακροπαγής — ( ούς), ές (Μ ἀκροπαγής) ο στερεωμένος ή καρφωμένος στα άκρα «ἀκροπαγὴς ἐξέδρα» (Ιω. Γαζαίος 1, 111). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + παγὴς < ἐπάγην < πήγνυμι] … Dictionary of Greek