-
1 ἀκρο-θιγής
ἀκρο-θιγής, ές, leicht berührend, φίλημα, Mel. 14 (XII, 68). – Adv. - γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσϑαι Men. rhet. IX p. 286.
-
2 ἀκροθιγής
ἀκρο-θῐγής, ές,A touching on surface, touching the lips,φίλημα AP 12.68
(Mel.): metaph.,ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.40.1
. Adv. ἀκροθιγῶς, ἐμβάπτειν just dip in, so that it is hardly wetted, Dsc.2.83: metaph.,ἀ. εἴρηται Marin.Procl.26
, cf. Vett.Val.271.11, Men.Rh. p.417 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροθιγής
-
3 ἀκροθιγής
ἀκρο-θιγής, leicht berührend; übh. leicht, obenhin -
4 ακροθιγης
См. также в других словарях:
ακροθιγής — ές (Α ἀκροθιγής) 1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος 2. επίρρ. ακροθιγώς α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια νεοελλ. αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά … Dictionary of Greek