Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκρο-θῐγής

См. также в других словарях:

  • ακροθιγής — ές (Α ἀκροθιγής) 1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος 2. επίρρ. ακροθιγώς α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια νεοελλ. αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»