-
1 ἀκρογένειος
ἀκρο-γένειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρογένειος
См. также в других словарях:
λευκογένης — και λευκογένειος, ο αυτός που έχει λευκά γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γένης (< γένι), πρβλ. ξανθο γένης, ψαρο γένης. Ο τ. λευκογένειος < λευκ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. ακρο γένειος, δασυ γένειος. Η λ. λευκογένειος μαρτυρείται … Dictionary of Greek