Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκρο-βελής

См. также в других словарях:

  • οξυβελής — ὀξυβελής, ές (Α) 1. αυτός που έχει οξεία, μυτερή αιχμή 2. οξύς, μυτερός, με τραχιά επιφάνεια 3. μτφ. σφοδρός («πόθον ὀξυβελῆ», Οππ.) 4. αυτός που ρίχνει, που εξακοντίζει με ταχύτητα βέλη 5. (το αρσ.) οξυβελής (με ή χωρίς τη λέξη καταπέλτης)… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοβελής — ές, Μ χρυσοβελεμνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βελής (< βέλος), πρβλ. ἀκρο βελής] …   Dictionary of Greek

  • ακροβελής — ἀκροβελής ( οῡς), ές (Α) αυτός που έχει μυτερό άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βελής < βέλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»