-
1 ἀκροβελής
ἀκρο-βελής, ές,A with point at end, AP6.62 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροβελής
-
2 ακροβελης
См. также в других словарях:
οξυβελής — ὀξυβελής, ές (Α) 1. αυτός που έχει οξεία, μυτερή αιχμή 2. οξύς, μυτερός, με τραχιά επιφάνεια 3. μτφ. σφοδρός («πόθον ὀξυβελῆ», Οππ.) 4. αυτός που ρίχνει, που εξακοντίζει με ταχύτητα βέλη 5. (το αρσ.) οξυβελής (με ή χωρίς τη λέξη καταπέλτης)… … Dictionary of Greek
χρυσοβελής — ές, Μ χρυσοβελεμνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βελής (< βέλος), πρβλ. ἀκρο βελής] … Dictionary of Greek
ακροβελής — ἀκροβελής ( οῡς), ές (Α) αυτός που έχει μυτερό άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βελής < βέλος] … Dictionary of Greek