-
1 ακροάσαιντο
-
2 ἀκροάσαιντο
См. также в других словарях:
ἀκροάσαιντο — ἀκροά̱σαιντο , ἀκροάομαι hearken aor opt mid 3rd pl ἀκροάζομαι aor opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ακροάσαιντο
2 ἀκροάσαιντο
ἀκροάσαιντο — ἀκροά̱σαιντο , ἀκροάομαι hearken aor opt mid 3rd pl ἀκροάζομαι aor opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)