Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκροχορδῶνες

См. также в других словарях:

  • ἀκροχορδῶνες — ἀκροχορδών fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… …   Dictionary of Greek

  • θηλωματοϊοί — Οικογένεια ιών που προκαλούν ακροχορδώνες. Η έκθεση μιας γυναίκας σε ορισμένα είδη ιών που προκαλούν κονδυλώματα πιστεύεται ότι αυξάνει τον βαθμό κινδύνου για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας …   Dictionary of Greek

  • κερατολυτικά — Φάρμακα που προκαλούν απολέπιση και μαλάκωμα του εξωτερικού στρώματος του δέρματος. Χρησιμοποιούνται για θεραπεία διαταραχών του δέρματος και του κρανίου, όπως ακροχορδώνες και πιτυρίδα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»