-
1 ακροχορδώνες
-
2 ἀκροχορδῶνες
См. также в других словарях:
ἀκροχορδῶνες — ἀκροχορδών fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… … Dictionary of Greek
θηλωματοϊοί — Οικογένεια ιών που προκαλούν ακροχορδώνες. Η έκθεση μιας γυναίκας σε ορισμένα είδη ιών που προκαλούν κονδυλώματα πιστεύεται ότι αυξάνει τον βαθμό κινδύνου για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας … Dictionary of Greek
κερατολυτικά — Φάρμακα που προκαλούν απολέπιση και μαλάκωμα του εξωτερικού στρώματος του δέρματος. Χρησιμοποιούνται για θεραπεία διαταραχών του δέρματος και του κρανίου, όπως ακροχορδώνες και πιτυρίδα … Dictionary of Greek