-
1 ακρουρανια
-
2 ἀκρουρανία
ἀκρουρᾰνία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρουρανία
-
3 ἀκρουρανία
-
4 ακρουρανίας
ἀκρουρανίᾱς, ἀκρουρανίαheaven's citadel: fem acc plἀκρουρανίᾱς, ἀκρουρανίαheaven's citadel: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ἀκρουρανίας
ἀκρουρανίᾱς, ἀκρουρανίαheaven's citadel: fem acc plἀκρουρανίᾱς, ἀκρουρανίαheaven's citadel: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ακρουρανία — ἀκρουρανία, η (Α) η άκρη τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + οὐρανός] … Dictionary of Greek
ἀκρουρανίας — ἀκρουρανίᾱς , ἀκρουρανία heaven s citadel fem acc pl ἀκρουρανίᾱς , ἀκρουρανία heaven s citadel fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)