1 ακροτόμω
Morphologia Graeca > ακροτόμω
2 ἀκροτόμῳ
Morphologia Graeca > ἀκροτόμῳ
ακροτομώ — ἀκροτομῶ ( έω) (Α) [*ἀκροτόμος] 1. κόβω τα άκρα, ακρωτηριάζω 2. (για θερισμό) κορφολογώ, κλαδεύω … Dictionary of Greek
ἀκροτόμῳ — ἀκρότομος cut off sharp masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)