-
1 Ακροτάτοισιν
-
2 Ἀκροτάτοισιν
-
3 ακροτάτοισιν
-
4 ἀκροτάτοισιν
См. также в других словарях:
Ἀκροτάτοισιν — Ἀκρότατος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροτάτοισιν — ἄκρος at the farthest point masc/neut dat superl pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… … Dictionary of Greek