-
1 ακροτάτας
ἀκροτάτᾱς, ἄκροςat the farthest point: fem acc superl plἀκροτάτᾱς, ἄκροςat the farthest point: fem gen superl sg (doric aeolic) -
2 ἀκροτάτας
ἀκροτάτᾱς, ἄκροςat the farthest point: fem acc superl plἀκροτάτᾱς, ἄκροςat the farthest point: fem gen superl sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀκροτάτας — ἀκροτάτᾱς , ἄκρος at the farthest point fem acc superl pl ἀκροτάτᾱς , ἄκρος at the farthest point fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχεύω — (Α) [λόχος] 1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.) 2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο 3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος 4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ ; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.) 5.… … Dictionary of Greek