-
1 ακροτομηθείς
-
2 ἀκροτομηθείς
См. также в других словарях:
ἀκροτομηθείς — ἀκροτομέω lop off aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ακροτομηθείς
2 ἀκροτομηθείς
ἀκροτομηθείς — ἀκροτομέω lop off aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)