Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκροσφαλής

См. также в других словарях:

  • ἀκροσφαλής — apt to trip masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροσφαλής — ές (Α ἀκροσφαλής) αυτός που κινδυνεύει να πέσει, ο μη σταθερός, επισφαλής αβέβαιος άρχ. ο ικανός να επιφέρει πτώση, ολισθηρός, επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + σφαλὴς < ἐσφάλην, σφάλλω] …   Dictionary of Greek

  • ἀκροσφαλῆ — ἀκροσφαλής apt to trip neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροσφαλεῖ — ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροσφαλεῖς — ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem acc pl ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροσφαλές — ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem voc sg ἀκροσφαλής apt to trip neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροσφαλοῦς — ἀκροσφαλής apt to trip masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροσφαλῶς — ἀκροσφαλής apt to trip adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασφαλής — ές, Α (για ανθρώπους) ο μη σταθερός, ο σφαλερός, ο ακροσφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. επι σφαλής] …   Dictionary of Greek

  • ԾԱՅՐԱԶԵՂԾ — ( ) NBH 1 1005 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἁκροσφαλής titubans. կարի զեղծ, տկար, դողդոջուն. *Ծայրազեղծ ոտք, որպէս մանկանցն. Բրս. արբեց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»