-
1 ακρολοφία
ἀκρολοφίᾱ, ἀκρολοφίαmountain ridge: fem nom /voc /acc dualἀκρολοφίᾱ, ἀκρολοφίαmountain ridge: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀκρολοφίᾱͅ, ἀκρολοφίαmountain ridge: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀκρολοφία
Βλ. λ. ακρολοφία -
3 ἀκρολοφίᾳ
Βλ. λ. ακρολοφία -
4 ἀκρολοφία
ἀκρο-λοφία, ἡ,A mountain ridge, hilly country, Aen.Tact.15.6 (pl.), Plb.2.27.5, Str.15.1.29 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρολοφία
-
5 ακρολοφίας
ἀκρολοφίᾱς, ἀκρολοφίαmountain ridge: fem acc plἀκρολοφίᾱς, ἀκρολοφίαmountain ridge: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἀκρολοφίας
ἀκρολοφίᾱς, ἀκρολοφίαmountain ridge: fem acc plἀκρολοφίᾱς, ἀκρολοφίαmountain ridge: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ακρολοφίαι
-
8 ἀκρολοφίαι
-
9 ακρολοφίαν
-
10 ἀκρολοφίαν
-
11 ακρολοφιών
-
12 ἀκρολοφιῶν
-
13 ακρολοφίαις
-
14 ἀκρολοφίαις
См. также в других словарях:
ἀκρολοφία — ἀκρολοφίᾱ , ἀκρολοφία mountain ridge fem nom/voc/acc dual ἀκρολοφίᾱ , ἀκρολοφία mountain ridge fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρολοφίᾳ — ἀκρολοφίᾱͅ , ἀκρολοφία mountain ridge fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρολοφία — (acrolophia). Επιστημονική ονομασία γένους μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ορχεοειδών. Είναι ετήσιες πόες, αυτοφυείς στις τροπικές περιοχές της Αφρικής. * * * η (Α ἀκρολοφία) [ἀκρόλοφος] αρχ. 1. οροσειρά 2. ορεινή χώρα … Dictionary of Greek
ἀκρολοφίας — ἀκρολοφίᾱς , ἀκρολοφία mountain ridge fem acc pl ἀκρολοφίᾱς , ἀκρολοφία mountain ridge fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρολοφίαι — ἀκρολοφίᾱͅ , ἀκρολοφία mountain ridge fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρολοφίαν — ἀκρολοφίᾱν , ἀκρολοφία mountain ridge fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρολοφιῶν — ἀκρολοφία mountain ridge fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρολοφίαις — ἀκρολοφία mountain ridge fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόλοφος — ο (Α ἀκρόλοφος) (Α και ος, ον) κορυφή όρους, βουνοκορφή αρχ. ως επίθ. αυτός που καταλήγει σε κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + λόφος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρολοφία, ἀκρολοφίτης] … Dictionary of Greek
κτενιαίος — α, ο χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών τού ηβικού οστού και τού μηριαίου οστού που σχετίζονται με τον κτενίτη μυ καθώς και τής περιτονίας που τόν καλύπτει (α. «κτενιαία ακρολοφία» β. «κτενιαία γραμμή» γ. «κτενιαία περιτονία»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
νευρικός — ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νευρικός, ή, όν) [νεύρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα νεύρα ή αυτός που προκαλείται από τα νεύρα (α. «νευρικό σύστημα» β. «νευρικός κλονισμός») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νευρικά οι παθήσεις τών νεύρων νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek