-
1 ακροθιγης
-
2 ακροθιγής
ης, ες лёгкий; поверхностный, беглый, неглубокий;ακροθιγής εξέτασις τού σχεδίου — поверхностное рассмотрение плана
См. также в других словарях:
ακροθιγής — ές (Α ἀκροθιγής) 1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος 2. επίρρ. ακροθιγώς α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια νεοελλ. αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά … Dictionary of Greek
ἀκροθιγῆ — ἀκροθιγής touching on surface neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκροθιγής touching on surface masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκροθιγής touching on surface masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροθιγεῖς — ἀκροθιγής touching on surface masc/fem acc pl ἀκροθιγής touching on surface masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροθιγές — ἀκροθιγής touching on surface masc/fem voc sg ἀκροθιγής touching on surface neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροθιγῶς — ἀκροθιγής touching on surface adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)