Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκροβύστῳ

См. также в других словарях:

  • ακροβυστώ — ἀκροβυστῶ ( έω) (Α) [ἀκρόβυστος] 1. δεν έχω υποστεί περιτομή, έχω ακροβυστία 2. αφαιρώ την ακροβυστία, κάνω περιτομή …   Dictionary of Greek

  • ἀκροβύστῳ — ἀκρόβυστος uncircumcised masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόβυστος — ἀκρόβυστος, ον (Α) αυτός που δεν υπέστη περιτομή, αυτός που έχει ακροβυστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροβυστία, υποχωρητικά. ΠΑΡ. αρχ. ἀκροβυστῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»