-
1 ακροβατούντες
-
2 ἀκροβατοῦντες
См. также в других словарях:
ἀκροβατοῦντες — ἀκροβατέω walk on tiptoe pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ακροβατούντες
2 ἀκροβατοῦντες
ἀκροβατοῦντες — ἀκροβατέω walk on tiptoe pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)