-
1 ακρητοποσίη
-
2 ἀκρητοποσίη
-
3 ἀκρατοποσία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρατοποσία
См. также в других словарях:
ἀκρητοποσίη — ἀκρατοποσία drinking of neat wine fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκρητος — ακρητοποσίη, ακρητοπότης / ἄκρητος, ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης κ.λπ. (Α) βλ. άκρατος, ακρατοποσία, ακρατοπότης κ.λπ … Dictionary of Greek