-
1 ακραχολεω
-
2 ἀκραχολέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκραχολέω
-
3 ἀκρᾱχολέω
-
4 ακροχολεω
-
5 ακραχολούντα
ἀκρᾱχολοῦντα, ἀκραχολέωto be passionate: pres part act neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀκρᾱχολοῦντα, ἀκραχολέωto be passionate: pres part act masc acc sg (attic epic doric) -
6 ἀκραχολοῦντα
ἀκρᾱχολοῦντα, ἀκραχολέωto be passionate: pres part act neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀκρᾱχολοῦντα, ἀκραχολέωto be passionate: pres part act masc acc sg (attic epic doric) -
7 ἀκρο-χολέω
ἀκρο-χολέω, Sp. für ἀκραχολέω. Ebenso
См. также в других словарях:
ακραχολέω — ἀκραχολέω (Α) [ἀκράχολος] είμαι οξύθυμος, οργίλος … Dictionary of Greek
ἀκραχολοῦντα — ἀκρᾱχολοῦντα , ἀκραχολέω to be passionate pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκρᾱχολοῦντα , ἀκραχολέω to be passionate pres part act masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek