-
1 Ακρατοπότης
-
2 Ἀκρατοπότης
-
3 ακρατοπότης
ἀκρᾱτοπότης, ἀκρατοπότηςdrinker of neat wine: masc nom sgἀ̱κρατοπότης, ἀκρατοποτέωdrink neat wine: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀκρατοποτέωdrink neat wine: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
4 ἀκρατοπότης
ἀκρᾱτοπότης, ἀκρατοπότηςdrinker of neat wine: masc nom sgἀ̱κρατοπότης, ἀκρατοποτέωdrink neat wine: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀκρατοποτέωdrink neat wine: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
5 ἀκρατοπότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρατοπότης
-
6 Ακρατοπότας
Ἀκρατοπότᾱς, Ἀκρατοπότηςmasc acc plἈκρατοπότᾱς, Ἀκρατοπότηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
7 Ἀκρατοπότας
Ἀκρατοπότᾱς, Ἀκρατοπότηςmasc acc plἈκρατοπότᾱς, Ἀκρατοπότηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
8 ακρατοπόται
ἀκρᾱτοπόται, ἀκρατοπότηςdrinker of neat wine: masc nom /voc plἀκρᾱτοπότᾱͅ, ἀκρατοπότηςdrinker of neat wine: masc dat sg (doric aeolic) -
9 ἀκρατοπόται
ἀκρᾱτοπόται, ἀκρατοπότηςdrinker of neat wine: masc nom /voc plἀκρᾱτοπότᾱͅ, ἀκρατοπότηςdrinker of neat wine: masc dat sg (doric aeolic) -
10 ακρατοπότας
ἀκρᾱτοπότᾱς, ἀκρατοπότηςdrinker of neat wine: masc acc plἀκρᾱτοπότᾱς, ἀκρατοπότηςdrinker of neat wine: masc nom sg (epic doric aeolic) -
11 ἀκρατοπότας
ἀκρᾱτοπότᾱς, ἀκρατοπότηςdrinker of neat wine: masc acc plἀκρᾱτοπότᾱς, ἀκρατοπότηςdrinker of neat wine: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 Ακρατοποτών
-
13 Ἀκρατοποτῶν
-
14 Ακρατοπόται
-
15 Ἀκρατοπόται
-
16 Ακρατοπότην
-
17 Ἀκρατοπότην
-
18 ακρατοποτών
ἀκρᾱτοποτῶν, ἀκρατοπότηςdrinker of neat wine: masc gen plἀκρατοποτέωdrink neat wine: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
19 ἀκρατοποτῶν
ἀκρᾱτοποτῶν, ἀκρατοπότηςdrinker of neat wine: masc gen plἀκρατοποτέωdrink neat wine: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
20 ακρατοπότην
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀκρατοπότης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρατοπότης — (I) ἀκρατοπότης, ο (Α) αυτός που πίνει άκρατο, ανόθευτο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + πότης. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρατοποσία Ι, ἀκρατοποτῶ Ι]. (II) ο (Μ ἀκρατοπότης) αυτός που πίνει ασυγκράτητα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής + πότης. ΠΑΡ. μσν.… … Dictionary of Greek
ἀκρατοπότης — ἀκρᾱτοπότης , ἀκρατοπότης drinker of neat wine masc nom sg ἀ̱κρατοπότης , ἀκρατοποτέω drink neat wine imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκρατοποτέω drink neat wine imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκρατοποτῶν — Ἀκρατοπότης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκρατοπότην — Ἀκρατοπότης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρητοπότην — ἀκρατοπότης drinker of neat wine masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρατοποσία — (I) ἀκρατοποσία, η (Α) [ἀκρατοπότης Ι] το να πίνει κανείς άκρατο, ανόθευτο κρασί. (II) η [ακρατοπότης ΙΙ] ασυγκράτητη, υπερβολική οινοποσία … Dictionary of Greek
ακρατοποτώ — (I) ἀκρατοποτῶ ( έω) (Α) πίνω άκρατο, ανόθευτο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατοπότης κατά το οἰνοπότης > οἰνοποτῶ]. (II) ἀκρατοποτῶ ( έω) (Μ) [ἀκρατοπότης ΙΙ] πίνω ασυγκράτητα, υπερβολικά … Dictionary of Greek
ἀκρατοπόται — ἀκρᾱτοπόται , ἀκρατοπότης drinker of neat wine masc nom/voc pl ἀκρᾱτοπότᾱͅ , ἀκρατοπότης drinker of neat wine masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκρατοπότας — Ἀκρατοπότᾱς , Ἀκρατοπότης masc acc pl Ἀκρατοπότᾱς , Ἀκρατοπότης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατοπότας — ἀκρᾱτοπότᾱς , ἀκρατοπότης drinker of neat wine masc acc pl ἀκρᾱτοπότᾱς , ἀκρατοπότης drinker of neat wine masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)