-
1 ακρατισμόν
-
2 ἀκρατισμόν
-
3 ἀκράτιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκράτιστος
См. также в других словарях:
ἀκρατισμόν — ἀκρατισμός breakfasting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)