-
1 ακράτωρ
-
2 ἀκράτωρ
-
3 ἀκράτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκράτωρ
-
4 ακράτορα
-
5 ἀκράτορα
-
6 ακράτορας
-
7 ἀκράτορας
-
8 ακράτορε
-
9 ἀκράτορε
-
10 ακράτορες
-
11 ἀκράτορες
-
12 ακράτορι
-
13 ἀκράτορι
-
14 ακράτορος
-
15 ἀκράτορος
См. также в других словарях:
ακράτωρ — ἀκράτωρ ( ορος), ο (Α) 1. αδύναμος, ασθενικός 2. αυτός που δεν έχει επιβολή, δεν εξουσιάζει κάποιον ή κάτι (βλ. και ακρατής). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀκρατής*] … Dictionary of Greek
ἀκράτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτορα — ἀκράτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτορας — ἀκράτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτορε — ἀκράτωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτορες — ἀκράτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτορι — ἀκράτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτορος — ἀκράτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)