Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀκράτωρ

См. также в других словарях:

  • ακράτωρ — ἀκράτωρ ( ορος), ο (Α) 1. αδύναμος, ασθενικός 2. αυτός που δεν έχει επιβολή, δεν εξουσιάζει κάποιον ή κάτι (βλ. και ακρατής). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀκρατής*] …   Dictionary of Greek

  • ἀκράτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτορα — ἀκράτωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτορας — ἀκράτωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτορε — ἀκράτωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτορες — ἀκράτωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτορι — ἀκράτωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράτορος — ἀκράτωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»