-
1 ακράτισμα
-
2 ἀκράτισμα
-
3 ἀκράτισμα
A a breakfast,ἕως ἀκρατίσματος ὥρας Arist.HA 564a20
, cf. Inscr.Prien.113.54, Ath.1.11d, Plu.2.726c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκράτισμα
-
4 ακρατίσματι
-
5 ἀκρατίσματι
-
6 ακρατίσματος
-
7 ἀκρατίσματος
-
8 πρόπομα
A drink taken before meals, Phylarch.50J., Plu.2.734a, Gal.6.828.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόπομα
-
9 ἄριστον
ἄριστον, τό,A morning meal, breakfast, twice in Hom.,ἐντύνοντ' ἄ. ἅμ' ἠοῖ Od.16.2
, cf. Il.24.124;ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα A.Fr. 182
, cf. Ag. 331: later, breakfast was called ἀκράτισμα, and ἄριστον was the midday meal, our luncheon, cf. Th.4.90, 7.81; ἄ. αἱρεῖσθαι, ποιεῖσθαι, Hdt.3.26, 6.78;ἀπ' ἀρίστου μέχρι δείλης Arist. HA 619a15
. [[pron. full] ᾱ; [var] contr. from [pron. full] ᾰ (y) ερι-στον, cf. Goth. air, OHG. ēr 'early', Avest. ayar[schwa] 'day'; also [pron. full] ᾱ (y) ερ- in ἦρι, ἠέριος; -στο- from -d-to-, root ed- 'eat'.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄριστον
-
10 ἄριστον
ἄριστον, ου, τό (s. ἀριστάω) in early Gk. meal eaten early in the day (later called ἀκράτισμα, from the custom of dipping bread in wine), then the noon meal.① breakfast (so Hom. et al.; GDI 5495, 45 [Ionic]; POxy 519, 17; 736, 28; PTebt 116, 36; Sus 13 Theod., cp. 12 LXX) Lk 14:12 differentiated fr. δεῖπνον (as Polyaenus 4, 3, 32 ἄριστον κ. δεῖπνον; Jos., Ant. 8, 356).② noon meal (Thu. 4, 90, 3; 7, 81, 1; Athen. 1, 9, 10, 11b δεῖπνον μεσημβρινόν, cp. 2 Km 24:15; Tob 2:1; JosAs 3:3; Demetr.: 722 Fgm. 1, 14 Jac.; Jos., Ant. 5, 190) Mt 22:4 and meal gener. (PTebt 120, 82 [I B.C.]; Tob 12:13; Bel 34; 37; ViHab 7 [p. 86, 10 Sch.]; Jos., Ant. 2, 2) Lk 11:38; 14:15 v.l.—In both mngs. loanw. in rabb.—B. 354. DELG. M-M.
См. также в других словарях:
ακράτισμα — το (Α ἀκράτισμα) [ἀκρατίζω ή ομαι] πρόγευμα … Dictionary of Greek
ἀκράτισμα — ἀκρά̱τισμα , ἀκράτισμα a breakfast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άριστον — ἄριστον, το (AM) το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα») αρχ. το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. *αιερι δ τον < (τοπικό) *άρι (συνηρημένος τ. του *αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
ακρατίζω — ἀκρατίζω (Α) 1. πίνω άκρατο, ανέρωτο κρασί 2. ( ω, ομαι) προγευματίζω (επειδή συνήθως το πρόγευμα ήταν ψωμί βουτηγμένο σε κρασί) 3. προσφέρω πρόγευμα σε κάποιον 4. δίνω πνευματική τροφή ομαι γεύομαι, παίρνω πνευματική τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος … Dictionary of Greek
πρόπομα — και πρόπωμα, τὸ, Α [προπίνω] 1. ποτό που πίνεται πριν από το φαγητό ως ορεκτικό 2. ακράτισμα, πρόγευμα 3. ποτό που πίνεται ως αντίδοτο σε δηλητήριο … Dictionary of Greek
ἀκρατίσματι — ἀκρᾱτίσματι , ἀκράτισμα a breakfast neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατίσματος — ἀκρᾱτίσματος , ἀκράτισμα a breakfast neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)