Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀκούσιος

См. также в других словарях:

  • ακούσιος — α, ο (Α ἀκούσιος, ον) 1. αυτός που γίνεται από κάποιον παρά τη θέλησή του, αθέλητος, αναγκαστικός 2. (για πλημμελήματα) αυτός που γίνεται χωρίς πρόθεση, αθέλητος, απρομελέτητος 3. (για πρόσωπα) αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀκούσιος — ἄκουσις hearing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἀ̱κούσιος , ἀεκούσιος against the will masc/fem nom sg (attic) ἀκούσιος against the will masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακούσιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που γίνεται χωρίς να το θέλει εκείνος που ενεργεί: Η αποχώρηση από την εργασία του ήταν ακούσια. 2. αυτός που γίνεται ανεξάρτητα από τη θέληση του ατόμου και τις ενέργειές του: Οι λεγόμενες ακούσιες κινήσεις του σώματός μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… …   Dictionary of Greek

  • ἀκουσιώτατα — ἀ̱κουσιώτατα , ἀεκούσιος against the will adverbial superl (attic) ἀ̱κουσιώτατα , ἀεκούσιος against the will neut nom/voc/acc superl pl (attic) ἀκούσιος against the will adverbial superl ἀκούσιος against the will neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουσίως — ἀ̱κουσίως , ἀεκούσιος against the will adverbial (attic) ἀ̱κουσίως , ἀεκούσιος against the will masc/fem acc pl (attic doric) ἀκούσιος against the will adverbial ἀκούσιος against the will masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσιον — ἀ̱κούσιον , ἀεκούσιος against the will masc/fem acc sg (attic) ἀ̱κούσιον , ἀεκούσιος against the will neut nom/voc/acc sg (attic) ἀκούσιος against the will masc/fem acc sg ἀκούσιος against the will neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HYACINTHUS — Amyclae Spartanorum Regis fil. Eurotae nepos, eodem tempore a Zephyro et Apolline adamatus. Verum cum in Apollinis amorem propensior esset, aegre id ferens Zephyrus, amorem in odium convertit, Cum Hyacintho deliciis suis disci iactu dum sese… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άθελος — η, ο [θέλω] 1. αυτός που δεν θέλει κάτι 2. αυτός που δεν έχει θέληση, άβουλος 3. αθέλητος, απρόθυμος, ακούσιος …   Dictionary of Greek

  • αβούλητος — ἀβούλητος ον (Α) [βούλομαι] 1. αυτός που γίνεται σε κάποιον δίχως τη θέλησή του, ακούσιος, μηχανικός 2. αυτός που γίνεται σε κάποιον αντίθετα προς τη θέλησή του, ενάντιος, δυσάρεστος …   Dictionary of Greek

  • αεκούσιος — ἀεκούσιος, ον και ος, α, ον (Α) επικός και ιωνικός τύπος αντί ακούσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἑκούσιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»