-
1 ἀκοσμία
-
2 πλεον-εξία
πλεον-εξία, ἡ, 1) das Mehrhaben, Ggstz ἔνδεια, Plat. Tim. 82 a; Gewinn, Vortheil, Ueberlegenheit, Eur. I. A. 509; αἱ ἐν τῷ πολέμῳ, Isocr. 3, 22; auch πλεονεξίας παρά τινος ποιεῖσϑαι, 4, 67; καὶ φιλοτιμία, Thuc. 3, 82; Oberherrschaft, Plut. Timol. u. a. Sp. – 2) das Mehrhabenwollen, Habsucht, Geiz, Betrug; ἡ ἐκ τῶν ἀπειρημένων, Pol. 6, 56, 3, στασιάσαντες περὶ τὴν τῶν εἰλημμένων πλεονεξίαν, wer einen größern Antheil an. der Beute haben solle, 2, 19, 3, überh. Anmaßung. Her. 7, 149; καὶ ἀκοσμία, Plat. Conv. 188 b; ἀρχόντων, ib. 182 c; ἀσκεῖν, Gorg. 508 a, u. öfter; Dem. u. Sp.; ἀδικίαι καὶ πλεονεξίαι, Strab. 7, 4, 6.
-
3 εἰκαιότης
-
4 μαργότης
-
5 ἀ-κολασία
ἀ-κολασία, ἡ, Ungestraftheit, Zügellosigkeit, νομίζουσι την ἀκ. ἐλευϑερίαν εἶναι Isocr. 12, 131; Xen. Ath. 1, 9; der σωφροσύνη entgeggstzt, Thuc. 3, 37; vgl. B. A. 367; Arist. Rhet. 1, 9; vgl. Eth. Nic. 2, 7; der κοσμιότης, Plat. Legg. VII, 794 a; mit τρυφή, Gorg. 522 c; ἀκοσμία, 508 a; ἀταξία, Crit. 53 d; oft mit ὕβρις, z. B. Apol. 26 c; der πονηρία übh. untergeordnet, Gorg. 477 e; ist nach Phaed. 69 a τὸ ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἄρχεσϑαι, unmäßige Ausschweifung jeder Art; ἡ περὶ τὰ ἀφροδίσια ἀκ. Tim. 86 d; ἡ ποτῶν καὶ ἐδεστῶν ἀκ. ib. 72 e. Den plur. neben κύβοι u. πότοι hat Lys. 16, 11.
См. также в других словарях:
ἀκοσμία — ἀκοσμίᾱ , ἀκοσμία disorder fem nom/voc/acc dual ἀκοσμίᾱ , ἀκοσμία disorder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοσμία — Φιλοσοφικός όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης για να δηλώσει την αναρχική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης, όταν δεν υπήρχαν κόσμοι, όπως λέγονταν οι ανώτατοι άρχοντες στις κρητικές πόλεις. Στα νεότερα χρόνια τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος… … Dictionary of Greek
ἀκοσμίᾳ — ἀκοσμίαι , ἀκοσμία disorder fem nom/voc pl ἀκοσμίᾱͅ , ἀκοσμία disorder fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοσμία — η 1. αταξία: Στη συγκέντρωση επικρατούσε ακοσμία. 2. απρέπεια, ασχημοσύνη: Αυτά που έγιναν ήταν ακοσμίες. 3. φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο υλικός κόσμος είναι ανύπαρκτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκοσμίας — ἀκοσμίᾱς , ἀκοσμία disorder fem acc pl ἀκοσμίᾱς , ἀκοσμία disorder fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμίαι — ἀκοσμία disorder fem nom/voc pl ἀκοσμίᾱͅ , ἀκοσμία disorder fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμίαν — ἀκοσμίᾱν , ἀκοσμία disorder fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμίαις — ἀκοσμία disorder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμίη — ἀκοσμία disorder fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμίης — ἀκοσμία disorder fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безлѣпотьство — БЕЗЛѢПОТЬСТВ|О (1*), А с. Безобразие: Отътолѣ ст҃а˫а но(щ) и нынѣшнѩ˫а жизни... и красу первое безлѣпо(т)ство приемлеть. (ἡ... ἀκοσμία) ГБ XIV, 63б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)