Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀκοντο-δόκος

См. также в других словарях:

  • θεοδόκος — θεοδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, ιο δόκος] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυδόκος — ἰχθυδόκος, ον (Α) αυτός που μέσα του τοποθετούν ψάρια («ἰχθυδόκος σπυρίς», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, ιο δόκος) …   Dictionary of Greek

  • κρεηδόκος — κρεηδόκος, ον (Α) κρειοδόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεη (βλ. κρε[ο] ) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, θυο δόκος] …   Dictionary of Greek

  • μηλοδόκος — μηλοδόκος, ον (Α) (για τον Απόλλωνα τών Δελφών) αυτός που δέχεται πρόβατα για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, ξενο δόκος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»