Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀκοντοδόκος

См. также в других словарях:

  • ακοντοδόκος — ἀκοντοδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται το ακόντιο, ο χτυπημένος από ακόντιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκων (Ι) + δόκος < δέχομαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀκοντοδόκος — receiving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντοδόκον — ἀκοντοδόκος receiving masc/fem acc sg ἀκοντοδόκος receiving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντοδόκων — ἀκοντοδόκος receiving masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκων — (I) ἄκων ( οντος), ο (Α) είδος ακοντίου, μικρότερο και ελαφρότερο από το δόρυ, που χρησιμεύει κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα και στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *ak «οξύς, αιχμηρός» επαυξημένη με ν πρβλ. και τις λ. ἄκαινα, ἄκαινος, ἄκανθα, ἀκόνη,… …   Dictionary of Greek

  • βουδόκος — βουδόκος, ον (Α) (για λέβητα) αυτός που χωράει μέσα του ένα βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + δόκος < δέχομαι (πρβλ. ακοντοδόκος, ιοδόκος)] …   Dictionary of Greek

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»