Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκοντισμοῦ

См. также в других словарях:

  • ἀκοντισμοῦ — ἀκοντισμός emission masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • Βερούλη, Άννα — (Καβάλα 1957 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Η Β. υπήρξε η αθλήτρια που συνέβαλε με τις διακρίσεις της στην αναγέννηση του ελληνικού αθλητισμού και στην προσέλκυση περισσότερων γυναικών στα στάδια του στίβου. Μεγάλωσε στην Καβάλα και εντάχθηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Γκατσιούδης, Κώστας — (Διδυμότειχο 1973 –). Αθλητής του ακοντισμού. Ο Γ. είναι ο σημαντικότερος Έλληνας αθλητής στην ιστορία του αγωνίσματος. Μεγάλωσε στο Διδυμότειχο και πριν κλείσει τα 18 του χρόνια είχε ήδη δείξει τις δυνατότητές του (πέμπτος στην παγκόσμια… …   Dictionary of Greek

  • ακοντιστής — ο (Α ἀκοντιστής) [ἀκοντίζω] ο αθλητής τού ακοντισμού αρχ. μσν. 1. αυτός που ρίχνει το ακόντιο και πιθανώς καθετί άλλο που μπορεί να ρίξει κανείς 2. οπλίτης ειδικού πολεμικού σώματος …   Dictionary of Greek

  • ακοντιστικός — ή, ό (Α ἀκοντιστικός, ή, ὸν) [ἀκοντίζω] επιτήδειος στο να ρίχνει ακόντιο αρχ. (το θηλυκό ενικού και το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσ.) ἡ ἀκοντιστικὴ ή τὰ ὰκοντιστικά η τέχνη τού ακοντισμού …   Dictionary of Greek

  • ακοντιστύς — ἀκοντιστὺς ( ύος), η (Α) [ἀκοντίζω] το αγώνισμα τού ακοντισμού …   Dictionary of Greek

  • ακόντιο — Όπλο και αθλητικό όργανο ρίψης, το οποίο αποτελείται από ένα κοντάρι με μεταλλική αιχμή. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Ως όπλο ήταν μικρό δόρυ που το χρησιμοποιούσαν σε συγκρούσεις από μικρή απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • ρίψη — η / ῥῑψις, ίψεως, ΝΜΑ [ῥίπτω] το να ρίχνει κανείς κάτι, βολή, εκσφενδόνιση (α. «μέτρια ρίψη, πολύ κάτω από το ατομικό του ρεκόρ» β. «τὴν ῥῑψιν αὐτῶν εἰς τὸν βυθόν», Στράβ. γ. «τοξικὴ καὶ πᾱσα ῥῑψις», Πλάτ.) νεοελλ. στον πληθ. οι ρίψεις τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»