Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀκονιτί

  • 1 ακονιτι

        adv. не поднимая пыли, т.е. без усилий, без всякого труда Thuc., Dem., Polyb.
        

    ἀ. νικᾶν Xen., Aeschin.одержать легкую победу

    Древнегреческо-русский словарь > ακονιτι

  • 2 ωσπερ

        I.
         ὤσπερ
        Arph. в произнош. скифа = ὥσπερ См. ωσπερ
        II.
         ὥσπερ
         ὥσ-περ
        (иногда in tmesi)
        1) как (и)
        

    ὥ. ἐγώ Dem., ὡς καὴ ἐγώ περ Hom. — как и я, подобно мне;

        ὥ. γάμμα Xen. — наподобие буквы Γ;
        ὁμοίως, ὥ. ἄν … Plat. — совершенно так же, как если бы …

        2) как например
        

    ὥ. ἂν εἴ τίς με ἔροιτο Plat., — как если бы, например, кто-л. меня спросил

        3) как (если) бы, словно
        

    ὥ. τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς Xen. — словно им отдан был такой приказ;

        ὥ. ἀκονιτί Thuc. — без всякого, так сказать, усилия

        4) (с ἄν) как только, только лишь Arph.
        5) так что, вследствие чего
        

    (φάλαγγα ἔχοντες, ὥ. ἂν ἰσχυρότατοι εἴητε Xen.)

    Древнегреческо-русский словарь > ωσπερ

См. также в других словарях:

  • ακονιτί — ἀκονιτὶ και τεὶ επίρρ. (Α) [ἀκόνιτος] 1. χωρίς τη σκόνη τού στίβου 2. (ειδικά για τους νικητές αγώνων) χωρίς κόπο ή προσπάθεια …   Dictionary of Greek

  • ἀκονιτί — ἀκονῑτί̱ , ἀκονιτί without the dust of the arena indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… …   Dictionary of Greek

  • μυσικαρφί — (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ μὲν ἀνέγνωσαν ὡς ἀκονιτί, καί φασιν ὅτι τὸ μεμυκότως (με τα μάτια κλειστά) καὶ ξηρῶς ποιεῑν (γελᾱν) οὕτω λέγουσιν» 2. (κατά τον Φώτ.) «μεμυκότως καὶ ξηρῶς, μὴ ἐκ φανεροῡ γελᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ …   Dictionary of Greek

  • ἀκονιτεί — ἀκονῑτεί , ἀκονιτί without the dust of the arena indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; —     ken 2, kenǝ , keni , kenu ;     English meaning: to rub, scrape off; ashes     Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben”     Note: various with conservative extensions     Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»