Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκολούθησεν

См. также в других словарях:

  • ἀκολούθησεν — ἀ̱κολούθησεν , ἀκολουθέω follow aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀκολουθέω follow aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόπραχτος — η, ο 1. επιβλαβής, αυτός που η πράξη του γίνεται για κακό ή αποβαίνει σε κακό («τόν ακολούθησεν ο πλούτος, θείος στα χέρια τού καλού, και κακόπραχτος, αν ούτως και είν στα χέρια τού κακού», Σολωμ.) 2. αυτός που έχει πραχθεί κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»