-
1 ακολούθησεν
ἀ̱κολούθησεν, ἀκολουθέωfollow: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀκολουθέωfollow: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ἀκολούθησεν
ἀ̱κολούθησεν, ἀκολουθέωfollow: aor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀκολουθέωfollow: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
ἀκολούθησεν — ἀ̱κολούθησεν , ἀκολουθέω follow aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀκολουθέω follow aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόπραχτος — η, ο 1. επιβλαβής, αυτός που η πράξη του γίνεται για κακό ή αποβαίνει σε κακό («τόν ακολούθησεν ο πλούτος, θείος στα χέρια τού καλού, και κακόπραχτος, αν ούτως και είν στα χέρια τού κακού», Σολωμ.) 2. αυτός που έχει πραχθεί κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek